* Επιμέλεια σελίδας: Πάνος Σ. Αϊβαλής, δημοσιογράφος

Καλό ταξίδι καπετάνιε θα σε θυμόμαστε για πάντα...

Click to get cool Animations for your MySpace profile
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
...............................................Καλό ταξίδι καπετάνιε θα σε θυμόμαστε για πάντα...
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

Αφιέρωμα στον καπτα Νικόλα...



Ο  ΠΟΔΑΡΟΔΡΟΜΟΣ

 του Παναγιώτη Β. Ζαχαρόπουλου*

Κάθε φορά που φέρνω στο μυαλό μου τον καρδιακό μου φίλο τον καπετάν Νικόλα και όσα μας συνδέουν, δεν μπορώ να μη θυμηθώ την εποχή που μαζί με έναν τρίτο φίλο, τον Χαράλαμπο Κακέτση, που πλέον μας χαρίζει τη συντροφιά του από ψηλά, περιδιαβαίναμε τους δρόμους της μεταπολεμικής Αθήνας. Ήμασταν τρεις φίλοι αδερφικοί, μαζί από το Γυμνάσιο της Ανδρίτσαινας. Τρία μικρά επαρχιωτόπουλα μέσα στο χάος της μεγαλούπολης.
Αυτοί οι τρεις αχώριστοι φίλοι, όταν ήρθαν νεαροί από το χωριό τους στην Αθήνα, ο πρώτος από τα Κακουρέικα, ο δεύτερος από το Μάτεσι και ο τρίτος από τη Δαφνούλα, δεν είχαν καμία από τις ανέσεις που οι ίδιοι αργότερα φρόντισαν να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους. Έζησαν σε μεγάλη φτώχεια. Και η φτώχεια είναι πιο βασανιστική στη μεγάλη, απρόσωπη και γεμάτη πειρασμούς πόλη απ’ ότι στο χωριό. Σας αφήνω να φανταστείτε την έκπληξη και τις επιθυμίες που κατέκλυζαν σε καθημερινή βάση την ψυχή των μικρών αυτών επαρχιωτόπουλων, κάθε φορά που αντίκριζαν τη μεγαλούπολη που λέγεται Αθήνα, με τους μεγάλους ασφαλτοστρωμένους δρόμους της, τα γυαλιστερά αυτοκίνητά της, τα νεοκλασικά της κτήρια, τις φωτεινές μαρκίζες της νυχτερινής της όψης και, πάνω απ’ όλα, τις λουσμένες στο φως βιτρίνες με τα ρούχα και τα παπούτσια, που το καθένα απ’ αυτά ξεπερνούσε κατά πολύ σε λάμψη ό, τι ωραιότερο είχαν δει μέχρι τότε να φορά ο κόσμος στις κυριακάτικες λειτουργίες πίσω στο χωριό.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, οι τρεις φίλοι πήραν την απόφαση να σπουδάσουν για να ξεφύγουν από τη σκληρή τους μοίρα. Βλέπετε, η ζωή είναι σκληρή όταν κάθε μέρα ξενυχτάς στο περίπτερο του θείου σου, όπως ο Νικόλας, δουλεύεις στην ταβέρνα, όπως ο Παναγιώτης, ή κουβαλάς τελάρα στην κεντρική λαχαναγορά, όπως ο Μπάμπης. Η φοίτηση στη Βιομηχανική σχολή όμως δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η φτώχεια είπαμε μεγάλη, οπότε οι φίλοι, για να γλιτώσουν το εισιτήριο του λεωφορείου, συναντιόντουσαν κάθε απόγευμα και κινούσαν μαζί ποδαρόδρομο για να φτάσουν στη σχολή τους. Κάθε μέρα έκαναν τη διαδρομή Ζάππειο-πλατεία Αμερικής και πάλι πίσω με τα πόδια.
Και όμως αυτή η ταλαιπωρία δεν πήγε χαμένη. Γιατί τώρα, κοιτάζοντας πίσω με τα μάτια και τη σοφία των 84 ετών, διαπιστώνω ότι εκείνα τα χρόνια, το σπουδαιότερο μάθημα που προετοίμασε τους τρεις φίλους για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία δεν ήταν κάποιο από εκείνα που γίνονταν μέσα στη σχολή αλλά εκείνος ο ποδαρόδρομος που έκαναν κάθε μέρα για να φτάσουν στη σχολή. Και ήταν μάθημα σπουδαίο εκείνος ο ποδαρόδρομος για πολλούς λόγους. Γιατί μας δίδαξε ότι ο πιο μακρύς και δύσβατος δρόμος γίνεται σύντομος και ευχάριστος όταν σε συντροφεύουν φίλοι καλοί. Γιατί, μέσα απ’ αυτόν, μάθαμε έγκαιρα ότι το να αφιερώνουμε χρόνο ο ένας στα προβλήματα του άλλου δεν είναι αχρείαστη στέρηση χρόνου από τον εαυτό μας αλλά απελευθέρωση από τον κακομαθημένο εαυτό μας. Γιατί μας έμαθε να περιμένουμε εκείνους που τυχόν έμειναν πίσω. Γιατί ο δρόμος, με τις φανταχτερές του βιτρίνες που ξελόγιαζαν τις επιθυμίες μας, μας έμαθε να μετουσιώνουμε τη στείρα ζήλεια σε δημιουργική προσπάθεια, σε πρόοδο και προκοπή. Γιατί η κούραση του δρόμου μας έμαθε να μοιραζόμαστε το πενιχρό κολατσιό μας. Γιατί οι μορφές που αντικρίζαμε στο διάβα μας, οι αμέτρητοι φτωχοί, οι πονεμένες και σκελετωμένες γριούλες, τα παιδιά που έπαιζαν ξυπόλυτα, μας έμαθαν να μην είμαστε αυτιστικοί, έχοντας μάτια μόνο για τα δικά μας προβλήματα, αλλά να στρέφουμε το βλέμμα μας και στα πολύ σοβαρότερα προβλήματα των άλλων. Γιατί παρατηρώντας τα νεοκλασικά μέγαρα και τους ενοίκους τους, μάθαμε ότι δεν είναι τα ωραία και επιβλητικά σπίτια εκείνα που στεγάζουν τις ευτυχισμένες οικογένειες. Γιατί μπαίνοντας δειλά και όλο περιέργεια στα διάφορα μαγαζιά που συναντούσαμε στο δρόμο μας, μάθαμε να μην κρίνουμε ένα μαγαζί μόνο από τη βιτρίνα του, κάτι που μας προετοίμασε για να μάθουμε να μην κρίνουμε τους ανθρώπους από την εικόνα τους και μόνο. Γιατί περνώντας κάθε μέρα από το Πεδίο του Άρεως καταλάβαμε ότι το πιο πυκνό δάσος ξεκινά από έναν άνθρωπο που αποφασίζει να δράσει και να φυτέψει ένα δενδράκι, την ώρα που όλοι οι άλλοι περιορίζονται στο να ασκούν κριτική στην ξεραΐλα. Γιατί ο δρόμος εκείνος μας δίδαξε ότι σημασία στη ζωή δεν έχει να ακολουθείς τον πιο σύντομο δρόμο αλλά να φτάνεις στον προορισμό σου. Γιατί η κούραση μας δίδαξε ότι σε μια πορεία δεν μετράει πόσες φορές πέφτεις, αλλά το να βρίσκεις τη δύναμη να σηκώνεσαι κάθε φορά που πέφτεις. Γιατί η φτώχεια, που δε μας επέτρεπε να πάρουμε ούτε μια ομπρέλα, μας δίδαξε ότι οι δυσκολίες στη ζωή είναι περαστικές σαν τα μολυβένια σύννεφα που όσο ξαφνικά μαζεύονταν και μας μούσκευαν άλλο τόσο ξαφνικά αποχωρούσαν και μας άφηναν να συνεχίσουμε την πορεία μας κάτω από το χάδι του απογευματινού ήλιου. Γιατί η φτώχεια μας δίδαξε επίσης ότι το να περπατάς ντυμένος φτωχικά και με φθαρμένα παπούτσια αλλά με πιστούς φίλους στο πλευρό σου είναι προτιμότερο από το να περπατάς καλοντυμένος και φορώντας πανάκριβα παπούτσια αλλά μόνος. Γιατί κάθε καθυστερημένη άφιξη κάποιου από μας στο ραντεβού του Ζαππείου μας δίδαξε πως ποτέ στη ζωή δεν είναι αργά για να βαδίσεις τον σωστό δρόμο. Γιατί οι ερωτήσεις μας προς τους περαστικούς μας έμαθαν ότι πολλές φορές στη ζωή εκείνοι που δεν γνωρίζουν το δρόμο επιμένουν να δείχνουν στους άλλους την σωστή κατεύθυνση. Γιατί οι φορές που κερδίσαμε χρόνο κόβοντας δρόμο αλλά και οι άλλες που στην προσπάθεια να κόψουμε δρόμο χαθήκαμε, μας δίδαξαν ότι ενώ συχνά στη ζωή δεν πρέπει να ακολουθείς την πεπατημένη χωρίς να αφουγκράζεσαι τη φωνή της ψυχής σου, όμως άλλες φορές στη ζωή πρέπει να ακολουθείς τη σιγουριά της πεπατημένης χωρίς να παρασύρεσαι από τις σειρήνες. Γιατί η παρατήρηση των όσων γίνονταν γύρω μας και η συζήτηση πάνω σ’ αυτά μας έμαθε ότι απ’ όσα στραβά γίνονται, άλλα μπορούμε να τα αλλάξουμε, αν προσπαθήσουμε σκληρά, ενώ άλλα δεν μπορούμε, όσο κι αν προσπαθήσουμε, και πως η μεγαλύτερη σοφία στη ζωή είναι να μάθεις να ξεχωρίζεις τα πρώτα από τα δεύτερα.
            Με όλα αυτά τα εφόδια, δεν είναι διόλου άξιο απορίας που ο νεαρός Νικόλας μεγαλώνοντας έγινε ένας σύγχρονος Οδυσσέας, περιζήτητος από τους φίλους του για τις σοφές του συμβουλές, που περιέπλευσε όλη την υδρόγειο χωρίς ποτέ να ξεχάσει την πατρίδα του, η αγωνία για το μέλλον της οποίας ακόμα και σήμερα – ή μάλλον ιδιαίτερα σήμερα – είναι έκδηλη σε κάθε του κουβέντα και σκέψη. Με όλους αυτούς τους καρπούς του ποδαρόδρομου ανεξίτηλους μέσα στην ψυχή του, ήταν επόμενο ο καπετάν Νικόλας, γεμάτος από σοφία, να συγγράψει πολλά βιβλία και άρθρα. Ήταν αναμενόμενο να μεγαλώσει, από κοινού με την πολυαγαπημένη του γυναίκα τη Ζηνοβία, τρία σπουδαία παλληκάρια, να τα σπουδάσει επιστήμονες και να τους ενσταλάξει την εντιμότητα, τη φιλοπονία και τη φιλοπατρία που χαρακτηρίζουν, πρώτα απ’ όλους, τον ίδιο. Ήταν σίγουρο ότι θα γινόταν θυσία για χάρη της Ζηνοβίας, μη λείποντας ποτέ από το πλάι της όλα τα χρόνια που η αγαπημένη του γυναίκα έμεινε στο κρεβάτι του πόνου. Ήταν βέβαιο ότι μόνος αυτός θα εύρισκε τη δύναμη να εκφωνήσει δύο συγκλονιστικούς επικήδειους, τη μία φορά όταν έχασε το φίλο του τον Χαράλαμπο και την άλλη όταν ο άλλος φίλος του ο Παναγιώτης έχασε τη γυναίκα του Βασιλική.
            Καπετάνιε, το ήθος σου και το ύφος σου θα αποτελούν πάντα πηγή έμπνευσης για όλους εμάς που μας τιμάς όλα αυτά τα χρόνια με τη φιλία σου. Ο Θεός να σου δίνει χρόνια για να μας δίνεις τους καρπούς της σοφίας σου και τις αξέχαστες αναμνήσεις μας.

Παναγιώτης Β. Ζαχαρόπουλος
Συμμαθητής σου

Γεν. Διευθυντής Ιονικής Τράπεζας

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Το πολύπλευρο συγγραφικό έργο του καπτάν - Νίκου Κωστάρα



Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Του ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΥ


Το πολύπλευρο συγγραφικό έργο του καπτάν - Νίκου Κωστάρα

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΟΥ «ΥΦΟΥΣ»


Εντυπωσιάζει και ικανοποιεί τον πνευματικό χώρο και κόσμο, το πολύπλευρο και πολύτιμο συγγραφικό έργο του «θαλασσοδαρμένου» και ακάματου πνευματικού δημιουργού καπτάν-Νικόλα Κωστάρα. Γι’ αυτό και αξίζει και δικαιού­ται (συγγραφέας και έργο) κάθε είδους επαί­νου, προβολής και τιμητικής διάκρισης. Εντυπωσίασε και η παρουσίαση και η συγκρό­τηση του τιμητικού αφιερώματος του έγκυρου και αγωνιστικού περιοδικού «ΥΦΟΣ» που ίδρυ­σε και εκδίδει από το 1996 ο εκδότης λογοτέ­χνης - δημοσιογράφος Πάνος Αϊβαλής και σή­μερα διευθύνεται και από τον Πέτρο Αϊβαλή.
Το αφιέρωμα του «ΥΦΟΥΣ» ξεπερνάει τις 300 μεγάλες σελίδες, συγκροτείται από ξεχωρι­στής ποιότητας κριτικά κείμενα 120 γνωστών και καταξιωμένων συγγραφέων, πνευματικών δημιουργών κι αποτελεί ένα αξιοθαύμαστο πνευματικό μνημείο, που τιμά επάξια έναν σε­μνό και αξιόλογο φιλόσοφο γραφιά.
Ο Νικόλας Κωστάρας ξεκίνησε άμαθο, σεμνό και δειλό παιδόπουλο από τα Κακουρέικα της Γορτυνίας κι έγινε τολμηρός και επιδέξιος πρωτοκαπετάνιος, σε διάφορα ποντοπόρα πλοία. Με τα ταξίδια του έφθασε μέχρι τα πέρατα του κόσμου, «πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω» κι εκφράζει τον πλούτο των εμπειριών του με υψηλό δείκτη πνευματι­κής εμβέλειας, με χειμαρρώδη λόγο, με πολύ­πλευρο στοχασμό, με θαυμαστή νοηματική σα­φήνεια.
Ακολουθεί μιμείται και ξεπερνά τους παλιούς μεγάλους θαλασσογράφους μας. «Στα ίχνη του Βαγενά του Γριστόπουλου από κοντά και η σκούνα του Κωστάρα» (Σαρ. Καργάκος). «Ο λόγος του πότε χείμαρρος και πότε απόσταγ­μα ψυχής, σκέψης και συναισθημάτων, ακουμπάει την ψυχή του αναγνώστη...” (Κώστας Μ. Σταμάτης).
«Είναι ένας πνευματικός πρεσβευτής μας...».  (Δημ. Ι. Καραμβάλης).
«Μας τροφοδοτεί επί πολλά χρόνια τώρα με απόψεις και ιδέες αναλλοίωτες...» (Γιάννης Μαθές). «Είναι πραγματικός ωκεανός πείρας και σοφίας. Το έργο του είναι μια πνευματική παρακαταθήκη...» (Ελένη Ηλιοπούλου - Ζαχαροπούλου), «Ένας άνθρωπος που αγαπά των Άνθρωπο...» (Στάθης Παρασκευόπουλος).
Το έργο του Ν. Κ. πολύπλευρο, αληθινό, ποτισμένο με θαλασσινή άρμη τον κατατάσσει «Καββαδία της πεζογραφίας» όπως χαρακτηρί­ζει το Ν. Κωστάρα ο Μιχ. Σταφυλάς.
Αλλά σε ποιο κείμενο να σταθούμε από τα 125 του αφιερώματος; Όλα έχουν να πούνε κάτι το αξιόλογο, να τονίσουν μια από τις αρετές του «θαλασσόλυκου συγγραφέα», κάτι έχει ο καθέ­νας να θυμηθεί και να καταθέσει. Αξίζει να κα­ταγράψουμε μερικούς χαρακτηριστικούς και αποκαλυπτικούς τίτλους μερικών κειμένων:
    «Σύγχρονος Οδυσσέας των θαλασσών»
—    «Άτρομος γερόλυκος των ωκεανών»
—   «Σοφός, δίκαιος, μαχητής ιδανικών»
—   «Η ματιά του μοιάζει με περισκόπιο»
—   «Άτρομος θαλασσογράφος με δυναμική γρα­φή»
—   «Ο Καπετάν Νικόλας ο μικρός ο Μέγας»
—   «Αστείρευτος εκφραστής σοφίας, γνώσης, πείράς»
—    «Διδαχοποδηγέτης κραταιός καπετάνιος»
—   «Διδάσκει σ’ όλους, ότι η ζωή είναι αγώνας όχι φυγή»
—   «Μαργαριτάρι που όπου το βάλεις λάμπει»! Εμείς απ’ όλα όσα του έχουν γράψει θα κρατή­σουμε τον ποιητικό χαρακτηρισμό που του ’δωσε ο ποιητής ,Νίκος Αρβανίτης: «Αγιοθαλασσίτης βιγλάτοράς των ωκεανών» κι όσα του εκμαίευσε στις δύο γνωστές της συνεντεύξεις Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη!

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Παγκόσμια Ημέρα της Μητέρας - Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ


 Ημέρα της Μητέρας

Του Νίκου Ι. Κωστάρα

«Ω γλυκύ μου έαρ γλυκύτατό μου τέκνον...» ανέκραζεν η Παναγία, η Μητέρα του Επουράνιου και στο πρόσωπό Της εκφραζόταν ο πόνος της Μάνας, της κάθε Μάνας. Της Μάνας που δεν έχει σύνορα, που δεν ξέρει χρώμα φυλής, της Μάνας που δημιουργεί την ίδια τη ζωή, την υψώνει, τη διακινεί και τη διαιωνίζει.
«Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου. Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γηρατειών μου, ήλιος της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου...» θα πει ο ποιητής εκφράζοντας τα ονείρατα της μάνας.
            Στη μητέρα έπεσε ο κλήρος να γεννά ζωή και να την οδηγεί στην τελειότητα με την αγάπη, τη στοργή, την αφοσίωση, την αυτοθυσία και το παράδειγμά της. Χωρίς τη μητέρα ο κόσμος δεν θα είχε ζωή και η ζωή δεν θα είχε κόσμο. Αν θελήσουμε να βρούμε την πηγή κάθε αξίας, θα φθάσουμε στην αγκαλιά της μάνας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη συγκίνηση όταν ακούς το διάλογο παιδιού και μάνας συμπτωματικά στο δρόμο. Μαμά! Τι είναι παιδί μου;
            Αυτός ο διάλογος κλείνει μέσα την τρυφερότητα, που είναι δύναμη ακατανίκητη για να σφίξει και να προστατέψει το σπλάχνο της, το παιδί της και αγκαλιάζει την τρυφερή καρδούλα του, όχι μόνο την περίοδο των παιδικών χρόνων, αλλά και πέρα από την ωριμότητά του και παραμένει ασπίδα μπροστά του για να αντιμετωπίσει κάθε κίνδυνο, για να σώσει τη ζωή που δημιούργησε, θυσιάζοντας εν ανάγκη τη δική της ζωή!...
            Λαμπάδα αναμένη η καρδιά της μάνας καίγεται και φωτίζει κι ανοίγει τους δρόμους και για τα παιδιά της χτυπά ακόμη και μέσα από τον τάφο. Όσο αγράμματη κι αν είναι, τότε που φεύγουμε από κοντά της σταυρώνει το δρόμο μας και μας αποχαιρετά: «Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι, για χάρη σου ν’ ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη...». Οι πονεμένοι και οι ξενιτεμένοι: «Αχ μανούλα μου» αναφωνούν και ζητούν στη μάνα το βοτάνι, που θα γιάννει τις πληγές και θα τους χαρίσει γαλήνη, θα γίνει στήριγμα κι ελπίδα.
            Μνήμες, ένα σωρό μνήμες ξεκλειδώνονται και βγαίνουν από τα βάθια της ψυχής του καθενός μας. Φροντίδες, κόποι, στερήσεις, δάκρυα, άγρυπνες νύχτες, έγνοιες ακοίμητες, γεμίζουν την καρδιά και τους καημούς κάθε Μάνας «της Μάνας που η καρδιά της είναι μια άβυσσος, στο βάθος της οποίας βρίσκεται πάντοτε η συγνώμη».
            Η Μάνα είναι το μοναδικό πλάσμα που δε ζητάει τίποτε για τον εαυτό της, αλλά θυσιάζει τα πάντα για τη ζωή και την ευτυχία των παιδιών της. «Γεννήτρα και τεχνήτρα της ζωής».
            Η Μάνα, Μητέρα, Μαμά, Μανούλα είναι εκείνη που το βυζαίνει και ξενυχτάει δίπλα του, το νανουρίζει, το ημερώνει, το παρηγορεί και το προσέχει σ’ όλη της τη ζωή. Μάνα θα πει υπομονή, στοργή κι αυταπάρνηση.

                                    Μονάχα εσύ μ’ αγάπησες
                                    μάνα μου κι αγρυπνούσες
                                    πίκρες, καημούς, αλάφρωνες
                                    και με παρηγορούσες.

Θ’ αναφωνήσει ο ποιητής Θεόδωρος Τρουπής στο εξαίρετο βιβλίο του «Μητέρες» που εκφράζει τον καημό κάθε μητέρας, του ξενιτεμένου, του Χριστού, του Ληστή, του Ιούδα, του Μεγαλέξανδρου, του Οδυσσέα, τη μητέρα της κατοχής και του ανάπηρου τέκνου. Και καθώς τονίζει ο Δουμάς, επειδή ο Θεός δεν μπορεί να βρίσκεται παντού, γι’ αυτό έπλασε τη μητέρα. Ενώ ο ιερός Αυγουστίνος έλεγε: «Δώστε μου καλές μανάδες ν’ άλλάξω τη ζωή του κόσμου». Αλλά ποιού κόσμου, όπου στον κόσμο γίνονται πόλεμοι και ανθρωποθυσίες και απομένουν οι χαροκαμένες μάνες με κομματιασμένη την καρδιά και τον πόνο:

                        «Που να σε κρύψω γιόκα μου, να μην σε φτάνουν οι κακοί;
                        Σε ποιο νησί του ωκεανού, σε ποια κορφή ερημική;
                        Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
            να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
            να σου τοιμάζω στη φωτιά, γάλα και χαμομήλι
            κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
            που θα πηγαίνει στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι».

Έτσι παρουσιάζει τις αγωνίες της μάνας ο ποιητής Κώστας Βάρναλης. Και πόσοι άλλοι γράψανε για τη Μάνα, όπως η Μάνα του Γκόρκυ, της Περλ Μπακ και άλλων που δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στο μικρό αφιέρωμα για τη γιορτή της Μάνας, της Μάνας που είναι η πηγή της ζωής. «Ό,τι είμαι το χρωστώ στη μητέρα μου», έλεγε ο πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν. Και κλείνω με το αριστούργημα του Γάλλου ακαδημαϊκού Ζαν Ρισπέν σε μετάφραση του Άγγελου Βλάχου (1899):

Η   Κ Α Ρ Δ Ι Α   Τ Η Σ   Μ Α Ν Α Σ

Ένα παιδί, ένα μοναχοπαίδι αγόρι

αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
«Δεν αγαπώ εγώ – του λέει – παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά,
να ρίξω να την φάει το σκυλί μου...»
Τρέχει ο νιος τη Μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβά και ξεριζώνει
και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη,
κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει
μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
«Εκτύπησε αγόρι μου;» και κλαίει...

Ένα φιλί ένα λουλούδι, ας είναι το καλύτερο δώρο η προσφορά μας για τη μητέρα, που γιορτάζει σ’ όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου.

                                                            Νίκος Ι. Κωστάρας