Από τον Βασίλειο Κων/ντή Σχίζα
στο 40ήμερο μνημόσυνο του καπετάνιου (στις 16/02/2014)
«Ου θέλομεν υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα», αναφέρει ο Απόστολος Παύλος στην Επιστολή του προς τους Θεσσαλονικείς, δηλαδή «δεν θέλουμε να αγνοείτε, όσον αφορά εκείνους που κοιμούνται, για να μην λυπάσθε όπως και οι υπόλοιποι που δεν έχουν ελπίδα».
Κατά τον Αριστοφάνη, «Το να φοβάται κανείς το θάνατο είναι μεγάλος παραλογισμός, γιατί είναι για όλους μας αναπόφευκτος».
Ο καπετάν Νικόλας Κωστάρας ήταν ένας πνευματικός άνθρωπος, ο οποίος ταυτιζόταν απολύτως με τα θρησκευτικά πιστεύω και τα φιλοσοφικά αξιώματα.
Ως ευσεβής χριστιανός είχε μεταμορφώσει στη συνείδησή του, τον ανάλγητο επίγειο υλιστή άνθρωπο σε ζωντανό και ελπιδοφόρο άνθρωπο.
Αρχή και οδηγός του ήταν το «Γίνε αυτό που είσαι ατενίζοντας τον Εσταυρωμένο» ή του Πυθαγόρα «βέλτιστοι γιγνόμεθα προς τους θεούς βαδίζοντες» και βίωνε την παρακαταθήκη του φιλοσόφου Ξενοφάνη «εκ γαίας πάντα και εις γην πάντα τελευτά» και του Ευριπίδη «άπαντα τίκτει χθών πάλιν τε και λαμβάνειν», δηλαδή «τα πάντα τα γεννάει η γη και πάλι τα παίρνει», παρακαταθήκες, τις οποίες ο υμνωδός της Εκκλησίας μας αποδίδει: «χους εί και εις χουν απελεύσαι».
Κάθε φορά, εις την ανάμνησιν της κεκοιμημένης καπετάνισσας συζύγου του Ζηνοβίας, στο πρόσωπό του διακρινόταν η αγαλλίαση και η χαρά για την ψυχή της, που πίστευε με βεβαιότητα ότι υπερίπταται μεταξύ των αγγέλων στο αιώνιο φως.
«Πολιτισμένος είναι μονάχα όποιος πιστεύει στην αιωνιότητα του ανθρώπου», έγραψε ο φιλόσοφος και ποιητής Γιώργος Σαραντήρης.
Ο αείμνηστος καπετάνιος διακρινόταν γι’ αυτόν τον πολιτισμό και είχε επίγνωση της ευαγγελικής ρήσης κατά την οποία «Ουκ έστιν ο Θεός ημών νεκρών, αλλά ζώντων».
Ο «ορεσίβιος θαλασσόλυκος» καπετάν Νικόλας Κωστάρας του Βαρυγιάννη Κωστάρα και της Διαμάντως από τα Κακουραίικα της Γορτυνίας, μετά την εφηβεία του, μετακινήθηκε απ’ το χωριό του, αναζητώντας τη βελτίωση των φοβερά δύσκολων συνθηκών της στερημένης ζωής στην κακοτράχαλη Αρκαδία και κατέληξε, επειδή η τύχη το θέλησε, χαλκέντερος θαλασσοπόρος και παράλληλα μεγάλος στοχαστής.
«Τζόβενο», όπως έλεγε ο ίδιος στα πρώτα του ναυτικά βήματα, και έγραφε στο ημερολόγιό του, δούλεψε το ματσακόνι στο ντιζελόπλοιο «Μπαρμπα Χρήστος» και αργότερα καπετάνιος στο πλοίο «Πρωτομάχος»,αφού πρώτα κέρδισε με την βουνίσια οξυδέρκειά του την απόλυτη εμπιστοσύνη των καραβοκύρηδων της εποχής του.
Ως ταξιδευτής στις θάλασσες αρμένισε σε όλους τους ωκεανούς του πλανήτη και «πολλών ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω, πολλά δ’ ό γ’ εν πόντω πάθεν άλγεα όν κατά θυμόν…», δηλαδή «γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε τις βουλές πολλών ανθρώπων κι έζησε, καταμεσής στα πέλαγα, πολλά πάθη που τον σημάδεψαν».
«Βίωσα το Πανεπιστήμιο της ζωής στη θαλασσινή μου σταδιοδρομία», είπε ο καπετάνιος όταν ξεμπαρκάρισε στο Μαρούσι και αμέσως μπαρκάρισε στο πνευματικό καράβι της ιστορικής έρευνας, της αέναης μάθησης, της λογοτεχνίας και της γραφής.
Τον λόγο του, ο οποίος σφυρηλατήθηκε στις κοινωνίες, τις φυλές και τους πολιτισμούς όλου του κόσμου, τον εμπλούτισε με αποφθέγματα και διαχρονικές επισημάνσεις από την ελληνική γραμματεία, τις Γραφές, και την υμνολογία της Εκκλησίας.
Πλέκοντας το εγκώμιο του φιλτάτου πατριώτη καπετάν Νικόλα Κωστάρα, με αφορμή το 40ήμερο μνημόσυνό του και ακολουθώντας την ιδιότυπη επιγραμματική μέθοδο των γραπτών του, αποπειρώμαι να προστρέξω στα προσφιλή αποφθέγματα και ρητά, των οποίων έκανε χρήση και αυτός ελπίζοντας ότι αποδίδεται ο λόγος με την ακρίβεια και την τελειότητα του «ορεσίβιου θαλασσόλυκου».
Κατά τον Πλάτωνα «εις τελειότητα του ανθρώπου τρία δεί συνδράμειν: φύσιν, μάθησιν και άσκησιν». Αυτός ήταν ο αείμνηστος Νικόλας!
Στην επίγεια ζωή του ήταν σώφρων, πιστός στις πάτριες παραδόσεις και ακάματος εργάτης του πνεύματος. Τώρα, ελεύθερη, η ευγενική ψυχή του είναι στον Δημιουργό της.
Συνάδελφοί του, πλοίαρχοι και ναύαρχοι, εκπαιδευτικοί και πανεπιστημιακοί καθηγητές, λογοτέχνες νησιώτες και Αρκάδες, τον σκιαγράφησαν και τον κατέταξαν στο Πάνθεον του Πνευματικού Κόσμου, ενώ ποιητές εξύμνησαν τον «Αρκαδικό Οδυσσέα» για την αγάπη του στη θάλασσα, τις μνήμες του για τις γονικές και τις αρκαδικές καταβολές του, τις οποίες δεν αποποιήθηκε ποτέ.
Ο ίδιος εξύμνησε την Αρκαδία της κλεφτουριάς και των πανάρχαιων Αρκάδων, επικαλούμενος πολλές φορές τον ιστορικό Πολύβιο, ο οποίος έχει γράψει ότι «των Αρκάδων το Έθνος έχει τινά παρά πάσι τοις Έλλησι επ’ αρετήν φήμην».
Είχε δε ο καπετάν Νικόλας ως επίγραμμα «Οι πουρναρόριζες της Αρκαδίας έθρεψαν πνευματικούς ανθρώπους». Είναι αλήθεια ότι η αγάπη του για την ιδιαίτερη πατρίδα του φάνηκε περίτρανα όταν βρέθηκε στην άκρη του κόσμου, στην Κίνα, και είδε το Σινικό Τείχος, οπότε μονολόγησε χαριτολογώντας: «οι πατριώτες μου οι Λαγκαδινοί μαστόροι έφθασαν μέχρι εδώ;» και πήρε μια μικρή πέτρα την οποία επιδείκνυε με κάθε ευκαιρία.
Είθε, Ιωάννη, Κωνσταντίνε και Ανάργυρε, η μετάσταση του αοιδίμου προσφιλούς πατέρα σας να γίνει, κατά τη διδαχή του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, «μνήμη θανάτου», ώστε να θυμίζει σε όλους μας αυτό που είπε ο Απόστολος Παύλος, ότι το σώμα «σπείρεται εν φθορά και εγείρεται εν αφθαρσία» και έτσι να μας προετοιμάζει για την αληθινή Αιωνιότητα ώστε να γίνουμε άξιοι του Ακτίστου Φωτός μεταξύ των αγγέλων στην πατρική σκέπη του Δημιουργού.
Ο Θεός ας αναπαύει την ψυχή του εις τα ουράνια δώματα μεταξύ των αγγέλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου