* Επιμέλεια σελίδας: Πάνος Σ. Αϊβαλής, δημοσιογράφος

Καλό ταξίδι καπετάνιε θα σε θυμόμαστε για πάντα...

Click to get cool Animations for your MySpace profile
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
...............................................Καλό ταξίδι καπετάνιε θα σε θυμόμαστε για πάντα...
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Αναφορά στη σκέψη, στο συγγραφικό έργο και τη ζωή του Καπετάν Νικόλα Κωστάρα



του Φίλιππου Νικολόπουλου
Αν/τη Καθηγητή Κοινωνιολογίας
Παν/μίου Ινδιανάπολης
και Uindy Athens- συγγραφέα




 Στις μέρες μας οι αυθεντικές βιωματικές στιγμές και οι αυθεντικές φωνές πνευματικών ανθρώπων δεν είναι πολλές. Υπάρχει τόσο "καλούπιασμα" και τόσοι έντεχνοι μηχανισμοί χειραγώγησης, κατευθυνόμενοι – κι αρκετές φορές καλυμμένοι – από εξειδικευμένες δομές εξουσιαστικών επιρροών, που ειλικρινά πανηγυρίζει κανένας όταν συναντά αυθεντικότητα στις εκφράσεις, στην γραφή και στα μηνύματα ορισμένων συγγραφέων. 
Αν, λοιπόν, είναι κάτι που εξ αρχής πρέπει να υπογραμμισθεί και να χαιρετιστεί στην προσωπικότητα και στη συγγραφική διαύγεια του καπετάν Κωστάρα είναι η αυθεντικότητα της έκφρασης της ψυχής και του πνεύματός του. Ζωντάνια, αμεσότητα, διαύγεια χαρακτηρίζει τη σκέψη του και το γράψιμό του. Χωρίς περιστροφές και χωρίς επικαλύψεις, χωρίς εξεζητημένους τρόπους γραφής, αυτό που πιστεύει, που νοιώθει, που τον διαπερνά, που τον συνταράσσει, το εκφράζει άμεσα, προσπαθώντας να είναι ,όσο γίνεται, περισσότερο επικοινωνιακός με τους άλλους, 

Άνθρωπος πολλών εμπειριών, αφού για τριάντα πέντε χρόνια ταξίδευε με ποντοπόρα πλοία από θάλασσα σε θάλασσα κι από ωκεανό σε ωκεανό ("πολλών δ΄ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω"), ήξερε πάντα την εμπειρία να τη μετουσιώνει σε ευκαιρία προσωπικού αναστοχασμού, σε γέφυρα επικοινωνίας με τον συνάνθρωπο και οπωσδήποτε σε πλούσιο υλικό, απ΄ όπου εμπνεόταν σκιρτήματα και σκέψεις που αποτύπωνε πάνω στο χαρτί. Δεν υπήρξε ποτέ ο αρθρογράφος, ο μελετητής ή ο λογοτέχνης ο ξεκομμένος απ’ τη ζωή με μόνο του ενδιαφέρον την πνευματική δουλειά μέσα σ’ ένα γραφείο. Δεν ήταν ο άνθρωπος των κλειστών κύκλων και των “κλειστών οριζόντων” 
Πάλεψε μέσα στη ζωή χωρίς κανένα φόβο για τις τρικυμίες της, πάντα έτοιμος ν’ ανέβει έναν καινούριο ανήφορο. Γι’ αυτό ίσως κι εκτιμούσε τον μεγάλο συγγραφέα και διανοητή Νίκο Καζαντζάκη, όταν έλεγε "δεν είμαι ακριβώς λόγιος, διανοούμενος, όταν γράφω τα χέρια μου δε μελανώνονται, αλλά ματώνουν". Πρόκειται ακριβώς για εκείνον τον σπάνιο συνδυασμό βιοπάλης, πολυποίκιλων βιωμάτων, αναρίθμητων εμπειριών επικοινωνίας μ’ ανθρώπους πολλών ειδών και πολιτιστικών ταυτοτήτων (λόγω και του ναυτικού του επαγγέλματος), πνευματικής εγρήγορσης, πάντα ζωντανής και μαχόμενης συνείδησης και συγγραφικής δουλειάς. 
Η σκέψη του καπετάν Νικόλα είναι ανοιχτή, σύγχρονη, αλλά παράλληλα και γεμάτη σεβασμό απέναντι στην καλώς εννοουμένη παράδοση, απέναντι στις αξιακές ρίζες ανθρώπων και κοινωνιών. Δεν θέλει άτομα, ομάδες, λαούς ξεκομμένους απ’ τις πολιτισμικές τους ρίζες, βυθισμένους στην καταλυτική ομοιομορφία και στην ανερμάτιστη απαξιωμένη κατάσταση του κερδοκεντρικού ατομικισμού και χυδαίου συμφεροντολογισμού. Αντίθετα, ξέρει να σέβεται το πολιτισμικό παρελθόν, τα συλλογικά ιδανικά και την ιστορική μνήμη των λαών, γιατί χωρίς αυτά οι "ταυτότητές τους" θα έχουν χαθεί και θα προχωρούν ακυβέρνητοι σε μια χαοτική θάλασσα (και ξέρει καλά από τιμόνι σε φουρτουνιασμένες θάλασσες). 
Γι’ αυτό και ο Καπετάνιος, ενώ πιστεύει στα ιδανικά του Ελληνισμού και του Αρκαδισμού και στην ανάγκη όπως τα Ελληνόπουλα γνωρίζουν καλά την ιστορία της πατρίδας τους και τις πολιτισμικές της ρίζες για να συγκροτούν και να ενισχύουν την ταυτότητά τους, δεν παγιδεύεται σε κανένα είδος τυφλού εθνικισμού αλλ’ αντίθετα ξέρει να σέβεται τις κουλτούρες και την ιστορία των άλλων λαών ισότιμα. Είναι πατριώτης και πανανθρώπινος μαζί και τ’ αμέτρητα ταξίδια του αυτήν την τελευταία ιδιότητά του την εμπλούτισαν και την δυνάμωσαν. Πατριώτης και κοσμοπολίτης μαζί, μαχόμενος και ανθρώπινος μαζί! 
Ως κοινωνιολόγος θα ήθελα να παρατηρήσω ότι οι επισημάνσεις του στα κείμενά του σχετικά με τη διάχυτη αλλοτρίωση που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνία, την απουσία των εμπνευστικών ιδανικών που μπορούν να κινητοποιήσουν ιδιαίτερα τις νέες γενιές και την αδιάκοπα συνεχιζόμενη διείσδυση του πνεύματος του "Μαμωνά" είναι πολύ καίριες και σοφές. Είναι επισημάνσεις που τον πονούν, τον θλίβουν και τον κάνουν ν’ ανησυχεί αδιάκοπα. Ωστόσο δεν παραδίδεται, δεν ενδίδει. Η αγωνιστική του διάθεση τον οδηγεί τελικά στην πνευματική αντίσταση και στο πρόταγμα μιας ζωής που μάχεται ακαταπόνητη τις αρνητικές κι αλλοτριωτικές καταστάσεις. Γι’ αυτό και σε μια συνέντευξή του υπογραμμίζει με πολύ ενδιαφέρον "Η δημιουργία είναι άθλημα και η ελευθερία αγώνισμα". Γι’ αυτό και όλη του η ζωή, ως επαγγελματία και ως ναυτικού σε ποντοπόρα πλοία, κι όχι μόνο ως λογοτέχνη (ιδιότητα που απέκτησε κυρίως τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια), μπορεί να προβληθεί προς τους νέους ως παράδειγμα ανθρώπου που αντιμάχεται κάθε δυσκολία ζωής με πίστη και αισιοδοξία. 
Η παιδαγωγική διάσταση της σκέψης του είναι πάντα παρούσα. Ανησυχεί για τη σύγχρονη εκπαιδευτική τάση να δίνεται προτεραιότητα στην "εργαλειακή" γνώση, ενώ οι ανθρωπιστικές σπουδές και το αξιακό τους σύστημα να υποχωρούν. Αντιλαμβάνεται πολύ σωστά σ’ αυτό το επίπεδο αυξανόμενο κενό, ενώ ακράδαντα πιστεύει ότι η οποιαδήποτε ανάπτυξη της τεχνολογίας, που πραγματικά στις μέρες μας καλπάζει, πρέπει να συνδυάζεται με ηθικές αξίες, με ανθρωπιστική ολοκλήρωση, με φτερά γνήσιας πνευματικότητας και οικολογική ισορροπία. 
Ευχόμενος στον Καπετάνιο κάθε καλή συνέχεια της πνευματικής του προσφοράς, τελειώνω αυτές τις γραμμές - που τις θεωρούσα στοιχειώδη και πατριωτική υποχρέωσή μου, που ήδη η εκπλήρωσή της είχε καθυστερήσει - με μια πρόταση, με την οποία δε νομίζω ότι κι ο ίδιος θα διαφωνήσει: τα κύματα της θάλασσας της ζωής, όσο υψηλά κι απειλητικά και να είναι, δεν είναι για να μας φοβίζουν, αλλά για να μας προκαλούν σε νέες μάχες, σε νέες κορυφώσεις της δύναμης της ανθρώπινης θέλησης! Καπετάνιε, νομίζω, ότι αυτή η υπαρξιακή στάση ταιριάζει στη σκέψη σου, στο φρόνημα, στην ψυχή σου και προπαντός στις Αρκαδικές σου ρίζες!


___________
*Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Αρκαδικό Βήμα" αρ. φυλ. 243 Μάρτιος 2013

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

"ΟΔΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ": Για το Νίκο Κωστάρα, στο τεύχος-αφιέρωμα υου περιοδικού ΥΦΟΣ

Από την εφημερίδα "ΟΔΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ" Ιαν. - Φεβρ. 2012
του Νίκου Γαργαλιώνη Δ/ντή  και εκδότη


Το "ΥΦΟΣ" είναι ένα περιοδικό, πολύ αξιόλογο∙ περιοδικό κουλτούρας, του πολύ καλού φίλου μου, Πάνου Αϊβαλή, από «το Τολέδο της Πελ/νήσου», τη θρυ­λική Καρύταινα.... Το περιοδικό μετράει 14 τεύχη και, το 14ο μας βγήκε βιβλίο και μάλιστα, με 300 και πλέον σελίδες! 

Ο λόγος, μα, είναι αφιερωμένο στον καρα­βοκύρη της θάλασσας αλλά και καραβοκύρη της Ιστορία και Λαογραφίας του τόπου μας, της Αρκαδίας και, όχι, μόνο, το Φίλο και Συνεργάτη Tης Ο.Α., Νίκο Κωστάρα! 
Εμποροπλοίαρχος στο επάγγελμα, ο Ν.Κ., γεννήθηκε στα Κακουραίικα της Hραίας το 1929. Μετά το Δημοτικό (στα Κακουραίικα) πήγε στα Γυμνάσια Δημητσάνας και Ανδρίτσαινας. Προχώρησε στην Ανωτάτη Βιομηχανική όμως τον «ρούφηξε» η θάλασσα ως Πλοίαρχο του Εμπορικού Ναυτικού! Σύζυγος της μακαρίτισσας, Ζηνοβίας, απέκτησε τρία παιδιά: το Γιάννη, τον Κώστα και τον Ανάργυρο. Και τι δεν έχει γράψει, ο καπετάν Νικόλας, και πού δεν έχει γρά­ψει... σε γλώσσα στρωτή, χωρίς ακρότητες... «μια Αρκαδική Εγκυκλοπαίδεια ο ίδιος»! Και τιμήθηκε, πολλαπλώς, το έργο του, και τιμήθηκε ο ίδιος...! 
Για το Νίκο Κωστάρα, στο βιβλίο-αφιέρωμα, και ποιοι και πόσοι δε γράφουν,,, από τον Ηλ, Γιαννικόπουλο και το Θανάση Βαλτινό μέχρι το Στ. Καλυβιώτη και το Χρυσ. Κριμπά, τον αείμνηστο Μήτσο Κατσίνη... Πολυγραφόιατοε, ο Ν.Κ., χαίρε­σαι, κάθε φορά να τον διαβάζεις... 
Εμείς, να του ευχηθούμε, να έχει δύναμη και πάντα να γράφει αφού, τα γραφτά του, είναι μικρά πετραδάκια στο οικοδόμημα που λέγεται «Αρκαδία»! Αν και τον γνωρίζουν, οι Αναγνώστες της Ο.Α., τον καπετάν Ν. Κωστάρα, εμείς θα προσφέρουμε το ποίημα του Χρυσ. Κριμπά:


Για τον Νίκο τον Κωστάρα
να μου φύγει η λαχτάρα
    

Έμαθα πώς αρρώστησες, φίλε Νίκο Κωστάρα
κι αμέσως με κυρίεψε, μια φοβερή λαχτάρα.
Εσύ ο θαλασσόλυκος, που γνώρισες φουρτούνες
που αυλάκωσες τα πέλαγα, με πλοία και με σκούνες.

Ξεκίνησες απ' τη στεριά, στη θάλασσα εμπήκες
πλήρη ικανοποίηση, στο υγρό στοιχείο βρήκες.
Γρήγορα προσαρμόστηκες, στον άγνωστο τομέα
με κύματ' αντιπάλεψες, με βούληση γενναία.

Ο αγώνας σου στη θάλασσα, ο μέγας και τιτάνιος
σ' αξίωσε και έγινες, σπουδαίος καπετάνιος.
Σκάφη πολλά κυβέρνησες, με σιγουριά μεγάλη
αφού βγήκες θριαμβευτής, στου κύματος την πάλη.

Παράλληλα εθήτευσες, και στη λογοτεχνία
με ζήλο την υπηρετείς και με δεξιοτεχνία.
Τ' άρθρα σου τα θαλασσινά, τ' αρκαδικά και τ' άλλα
όλοι τ' απολαμβάνουμε, μας χαροποιούν “τα μάλα”.

Συ που 'χεις ξάστερο μυαλό και του αϊτού το μάτι
μας φάνηκε απίστευτο, να πέσεις στο κρεβάτι.
Μια δύναμη πανίσχυρη, αυθαίρετη και καίρια
μας εξουσιάζει τη ζωή, με κάθε λεπτομέρεια.

Όμως, εσύ με σθεναρή και ρωμαλέα στάση,
πάραυτα την εμπόδισες, διαβρωτικά να δράση.
Αγέρωχα απάντησες, με ψυχικό κουράγιο
θριάμβευσες και άραξες, σε ασφαλές μουράγιο.

Έκρυβες ζωτικότητα, βαθιά μες στην καρδιά σου
που ήταν η ελπίδα σου και η παρηγοριά σου.
Αέρας απ' το Μαίναλο, σου 'θρεψε τα πλεμόνια
το σώμα σου δυνάμωσαν, λάχανα και μυρόνια.

Η παιδική ξυπολυσιά, στο πατρικό το χώμα
σου 'δινε Ανταίου δύναμη, που διατηρείς ακόμα.
Ήσουνα κόκκαλο γερό, γορτυνιακό σαν πέτρα
γι' αυτό και πήρες δραστικά και τελεσφόρα μέτρα.

Ετράβηξες τη σπάθα σου, μέσα από τη θήκη
τον κίνδυνο απομάκρυνες και έγινες περδίκι.
Τώρα που είσαι υγιής κι ακμαίος σαν και πρώτα
να διαφεντεύεις εύχομαι, του βίου σου τη ρότα.

Να ξεγερέψεις Νίκο μου, να είσαι παλικάρι
να 'χεις κορμί ανθεκτικό, σαν το σκληρό στουρνάρι.
Έχεις μπροστά μακρόσυρτον χρόνο να αναλώσεις
και αγαθά πνευματικά, πολύτιμα να δώσεις.

Χρυσόστομος Κριμπάς

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Αφιέρωμα στον καπετάν Νίκο Κωστάρα

Γράφει ο Αντώνιος Δρεμέτσικας

Με τις «θάλασσες» καλά τα πάω, Την πρώτη, την γνώρισα στο δημοτικό, όταν μαθαίναμε γεωγραφία. Ο δάσκαλος, μας υποχρέωνε και ζωγραφίζαμε στο τετράδιο, κάθε νομό που μαθαίναμε. Στο μέρος που βρέχονταν από θάλασσα, βάζαμε μπλε μελάνι με συνεχείς κυματοειδείς γραμμές! Το μελάνι το βγάζαμε από παπαρούνες!
Την δεύτερη, την γνώρισα «σπαρμένη»! Την έβλεπα την άνοιξη, σαν σχόλαγε το σχολειό και γύριζα με τα πόδια το απόγευμα από τις Ράχες, στο Τουμπίτσι. 
Την αγνάντευα αμφιθεατρικά, στα απέναντι και ανατολικά του Λάδωνα χωράφια, (Σπάθαρι, Δόξας, Καλλιάνι) που ήσαν σπαρμένα απ’ άκρη σ’ άκρη στάρια. 
Το θέαμα ήταν καταπληκτικό! Όταν φυσούσε τ’ ανάλαφρο απογευματινό αεράκι του νοτιά, στοίχιζε τα λεύτερα στάχυα, σ’ ατέλειωτες κυματοειδείς σειρές πάνω από της πλάσης τα γεννήματα. Καθώς τα φρέσκα άγονα λικνίζονταν ρυθμικά, έβγαζαν χορούς που ανέδυαν χρυσίζουσα ανταύγεια της αντηλιάς του ηλιοβασιλέματος! 
Ήταν η θάλασσα της δουλειάς, των ναυτίλων της στεριάς. Αγνάντευα και δεν χόρταινα! Τέτοια θάναι η θάλασσα, που ζωγράφιζα στο νου και στα τετράδια και δεν είχα ακόμη δει! Τέτοιοι θα ήσαν οι κυματισμοί της, όμοιοι των σταχυών της σπαρμένης στεριάς. Σταγόνα - σταγόνα σχηματίστηκε η μια και σπυρί - σπυρί η άλλη! Δεν έβρισκα διαφορά! 
Τσοπάνηδες αφέντες, καταμεσής των κοπαδιών στη μια και καπετάνιους βαρκάρηδες καταμεσής των κοπαδιών σαρδέλας, γόπας και άλλων ιχθυοειδών, στην άλλη! 
Αρκαδιανή καημένη! Ποιος είδε θάλασσα σπαρμένη; 
Εγώ την είδα, αλλά κανείς δεν με πιστεύει, έστω κι αν με καταλαβαίνει! 
Σεβαστέ μου καπετάνιο, Φίλε Νίκο Κωστάρα! 
Εγώ σε ο ί δ α και σε βλέπω. Σε πιστεύω και σε καταλαβαίνω. Σε θαυμάζω και σε συγχαίρω που επέλεξες να διαφεντέψεις σε Ωκεανούς θαλασσινούς και «στεριανούς»! 
Γνώρισες Κόσμο και «κοσμάκη» κι αν δεν είχες γνωρίσει καλά τις ρίζες του τόπου σου, ίσως να μην είχες βρει τον δρόμο της επιστροφής. Θα είχες «φωλιάσει» κάπου και θα σε είχε κάνει  άγνωστον η ησυχία! θα ήσουν κρυμμένος καπετάνιος, όπως πολλούς, γνωρίζεις! 
Επέστρεψες και συνεχίζεις να αγωνίζεσαι, μήπως και σωθεί το «καράβι» της στεριάς, που εγκαταλελειμμένο το δέρνουν άγριες βουρδουλιές μιας ορατής βαρβαρότητας που καταποντίζει ηθική, γλώσσα, ανθρώπους, περιουσίες, χωριά, πόλεις, βουνά και κάστρα. Χάθηκε η σπαρμένη θάλασσα της δουλειάς, απ' τα χωριά! Έγινε θάλασσα ανεργίας, αεργίας και εικονικής ευμάρειας, που την έσπειρε το ψέμα, η κλοπή και κάθε μορφής ανηθικότητα. Έπνιξε τους δουλευταράδες και επιπλέουν οι φελλοί της τεμπελιάς και των βολεμένων. Άρχισαν με χάδια και χαϊδέματα και γίνανε βουρδουλιές απ’ το λουρί της «μάνας» που παριστάνουν! Μας δέρνουν για το καλό μας, για νουθεσία! Έτσι γινόμαστε και υπόχρεοι! Είναι οι στεριανές φουρτούνες: Δεν είναι ορμητικές να φαίνονται, ούτε αέρας τις σηκώνει. Είναι γαλήνιες, ύπουλες, με πονηριές γιομάτες. Πνίγουν την παλικαριά και την ανδρεία στα σκοτεινά τους βάθη, που δεν έχουν όριο, ηθική και αρετή.
Μοιάζουν σαν θάλασσα, αλλά δεν είναι θάλασσα . Είναι βούρκος όμοιος της ερημιάς που έρπει σε χωριά κι ανθρώπους. Είναι βδέλλα κομματική, συνδικαλιστική, πολιτική, που κολλάει στους αιρετούς κι άβουλους κι άτολμους τους κάνει! 
Δεν είναι καπετάνιος, εκείνος που δεν μπορεί να αποφασίσει, όταν μαραίνονται τα νιάτα τα ελληνικά, όταν δεν μπορούν να βρουν δουλειά, ούτε να παντρευτούν, ούτε παιδιά να κάνουν. 
Αυτή η θάλασσα θεριεύει ακυβέρνητη και κάνει ό,τι θέλει. 
Εμείς την αφήσαμε, που δεν την χαμπαριάσαμε. 
Ταξιδέψαμε μακριά από τον τόπο μας και της δώσαμε τράτο να ριζώσει στα χωριά μας, στην Γορτυνία, στην Αρκαδία και σ’ όλη την Ελλάδα. 
Γίναμε όλοι ναυαγοί της, χωρίς κουπιά και κωπηλάτες. 
Σε ευχαριστώ για το βιβλίο σου και την τιμητική, για μένα, αφιέρωση. 
Είναι το αγκυροβόλιο σου! 
Φτιαγμένο με τα χέρια σου και το μυαλό σου, με αρετή και γνώση, της ιστορίας του χωριού σου, της Ηραίας, της Γορτυνίας και της Αρκαδίας. 
Ταξίδεψες και ταξιδεύεις, επειδή γνωρίζεις πως η αγάπη για την Πατρίδα, δεν θα σε άφηνε να χάσεις τον δρόμο της επιστροφής Μακάρι να ακούγανε οι αταξίδευτοι την εμπειρία σου. 
Όμως δεν ξέρουν από θάλασσα εκτός από τις πισίνες και από πλαζ. 
Είσαι πάντα επίκαιρος και αυτό σου δίνει νιότης δύναμη, κόντρα στον παγωμένο πόλο της ηλικίας σου. 
Προσπάθησα να βρω «κάτι» να σου προσφέρω, ως μνεία των πολλών από τα πολλά περιεχόμενα, των πολλών δημοσιευμάτων σου, σε πολλά και έγκυρα περιοδικά και εφημερίδες και δεν τα κατάφερα! 
Ήταν αδύνατον να επιλέξω και ταυτόχρονα απορρίψω «κάτι» δικό σου, για σένα! Εξάλλου, αν σου αρκούσαν τα «γεγενημένα», δεν θα σε κατείχε ανησυχία για τα «δέοντα γενέσθαι». Σου εύχομαι υγεία και δύναμη, αντοχή και κουράγιο, για όσο χρόνο επιλέξεις να ταξιδεύεις. 
Είσαι χρήσιμος και το έργο σου χρησιμότερο!

Αθήνα: 07.12.2011
Φιλικότατα,
Αντώνιος Δρεμέτσικας

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ Ο Βάρδος της Ρωμιοσύνης

Του Νίκου Ι. Κωστάρα 

"Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!" είχε πει την ύστα­τη στιγμή του αποχαιρετισμού ο δελφικός ποιητής Άγγελος Σικελιανός στις 28 Φεβρουα­ρίου 1943, τον καιρό της κα­ταθλιπτικής γερμανικής κατο­χής. Αμέτρητα πλήθη κήδε­ψαν τον "παντοτινό ποιητή του καιρού και του Γένους". 

Το πλήθος συνόδευε το ξόδι και τα ρίγη της ρωμιοσύνης. Ο θάνατος του πήρε τη σημασία εθνικής απώλειας και η τα­φή του έγινε μέσα σε αποθέ­ωση και πατριωτική έξαρση. Βροντερή ακούσθηκε η φωνή του Γιώργου Κατσίμπαλη -του Κολοσσού του Μαρουσιού- που άρχισε τον Εθνικό μας Ύμνο μπροστά στους οπλισμέ­νους Γερμανούς. Σήκωσε το φέρετρο "που ακουμπούσε η Ελλάδα" μαζί με τον Άγγελο Σικελιανό και τον Μαρουσιώ­τη Γιώργο Ντούμα, ένα πολεμιστή του Σαράντα. Ε­νώ ο ποιητής Σωτήρης Σκίπης θα απαγγείλει: "δεν εβάσταξες στον πόνο της Φυλής/κι έπεσες σα δρυς/ Σα ναός όπου χτυπιέσαι/ Aπ' τα βόλια των βαρβάρων/Σαν τον Παρθενώνα/ ήρωα, ποιητή του Αιώνα...".
Υπήρξε μια ποιητική μεγαλοφυΐα και η αναγνώριση αυτή είναι πανθoλογούμενη από Έλληνες και ξένους. Γιατί "ο Κωστής Παλαμάς δεν ανήκει μόνο εις την μητέρα Ελλάδα, ανήκει και εις όλας τας χώρας του κόσμου" όπως τον χαρα­κτήρισε ο μεγάλος Iνδός ποιητής Ταγκόρ. Ενώ ο Ρομαιν Ρολλάν είπε ότι είναι "ο μεγα­λύτερος ποιητής της σημερινής Ευρώπης" και ο Κλεμάν: "είναι ο μεγαλύτερος ποιητής του σύγχρονου κό­σμου".
Ο Κωστής Παλαμάς είναι ο ραψωδός της ελληνικής ψυ­χής και των αγώνων της φυ­λής απ' τα αρχαία χρόνια ως σήμερα. "Είναι ο αληθινός Ε­θνικός ποιητής της Ελλάδας" όπως τόνισε ο Γρηγόριος Ξε­νόπουλος. Ενώ ο ακαδημαϊ­κός Νίκος Βέης έγραψε ότι "εί­ναι ο επικός χρονογράφος της φυλής".

Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1859 στην Πάτρα από γονείς Μεσολογγίτες. Η οικογένεια του είχε μεγάλη ιστορική πα­ράδοση στα γράμματα. Σε η­λικία εφτά χρονών έμεινε ορ­φανός από μητέρα και πατέ­ρα κι έζησε τα υπόλοιπα παι­δικά και εφηβικά του χρόνια στο Μεσολόγγι κοντά στο θεί­ο του Δημήτρη, που ήταν εκ­παιδευτικός και συγγραφέας. Η ιερή πόλη με τη μαρτυρική της ιστορία άσκησαν τεράστια επίδραση στην όλη ψυχοσύν­θεση και πνευματική δομή του μετέπειτα κορυφαίου ποιητή μας. Το 1875 ο Κ. Παλαμάς ήρθε στην Αθήνα, όπου και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, την οποία σύντομα εγκατέλει­ψε για χάρη της λογοτεχνίας. Στην Αθήνα γνωρίζει ένα κό­σμο διχασμένο από αντιθέσεις για τη γλώσσα. Ο ρομαντι­σμός βρίσκεται σε έξαρση και η ιδεολογία για τη Μεγάλη Ι­δέα σε έντονη έξαρση. Ο κό­σμος της φαντασίας και της πραγματικότητας βρίσκονται ανάμεικτοι.

Το 1886 εκδίδει την ποιητική του συλλογή "Τραγούδια της Πατρίδος μου" σε ωραία δη­μοτική γλώσσα, ενώ το 1892 κυκλοφορεί νέα ποιητική συλ­λογή "Τα μάτια της ψυχής μου" με γλώσσα καλοδουλεμένη δημοτική, που ο ίδιος στον πρόλογο του την ονομάζει "Ε­θνική γλώσσα". Το 1895 παίρ­νει επίσημα στην εντολή να γράψει τον "Ύμνο των Ολυ­μπιακών Αγώνων". "Αρχαίο πνεύμα αθάνατον, α­γνέ πατέρα/ του ωραίου, του μεγάλου και αληθινού/κατέβα φανερώσου κι άστραψ' εδώ πέρα στη δόξα της δικής σου γης και τ' ουρανού..." Το 1897 νυμφεύτηκε την ω­ραία Μεσολογγίτισσα Μαρία Βόλβη, με την οποία απέκτη­σε τρία παιδιά, τη Ναυσικά, τον Λέανδρο και τον Αλκη. Ο τελευταίος πέθανε μόλις πέ­ντε χρονών και πλήγωσε βα­θιά την οικογένεια. Αποτύπω­ση του πόνου του ποιητή εί­ναι ο "Τάφος" (1898). Χρημάτισε Γενικός Γραμματέ­ας του Πανεπιστημίου Αθη­νών (1897-1928). Το 1915 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων. Το 1926 έγινε ακαδημαϊκός και το 1930 πρόεδρος της Ακαδημίας. Συνήθιζε να συχνάζει στον "Πύργο" του Κατσίμπαλη στο "Τριανέμι" στο Μαρούσι. Μά­λιστα ο Γ. Κατσίμπαλης ανέ­λαβε την έκδοση των "Απά­ντων" του Παλαμά και κληρο­δότησε το Ίδρυμα Παλαμά".

Θαλασσινοί απόηχοι
Ο Κωστής Παλαμάς δεν είναι μονάχα ποιητής. Έγραψε κρι­τική, πεζά και θέατρο, ακόμη και θαλασσινούς στίχους που διαβάζουμε στους "Καημούς της Λιμνοθάλασσας". "Τα πρώτα μου χρόνια τ' αξέ­χαστα τα'ζησα/ κοντά στο α­κρογιάλι/στη Θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήρεμη/ στη θά­λασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη./Μια πίκρα/για μένα είν' η μοίρα μου, για με είν' η χά­ρη μου/δεν γνώρισα κι άλλη./ Μια θάλασσα μέσα μου σα λί­μνη γλυκόστρωτη/ Και σαν ωκεανοί ανοιχτή και μεγάλη". Ενώ στην "Ασάλευτη Ζωή" παρομοιάζει τις εκτάσεις τους ανθρώπινου νου με τον απέ­ραντο ωκεανό: "Το τραγούδι διψάς του ωκε­ανού/ή το τραγούδι του ωκεάνειου νου;"

Και στο "Δωδεκάλογο του Γύ­φτου" τονίζει:
"όπου τελειώνουν οι στεριές/ τα πέλαγα αρχινάνε..." Επίσης θα γράψει στον "Ελ­ληνικό Ύμνο του Μιστράλ": "Με την αυγή και η θάλασσα μενεξεδένια λάμπει/ και με το φως τα πάντα ξανανιώνουν". Μια ζωγραφιά βλέπει μέσα στα ακύμαντα νερά; "Πρωί μέσα στα ακύμαντα νε­ρά προς τ' ακρογιάλι/ των σπι­τιών βαθιά, ολόλευκη η ζω­γραφιά προβάλλει./ Σαν από χέρι αποτολμά ξεχωριστού τε­χνίτη/ φανταστικό σαν άυλο δείχνεται κάθε σπίτι./Αλλ' ο ή­λιος υψώθηκεν, ήρθε το μεση­μέρι/ κι η ζωγραφιά; την έσβη­σε το κύμα και τ' αγέρι..." Μάλιστα "ζωγραφιά φθεγγομένη" η ποίηση όπως την χα­ρακτηρίζει ο Αριστοτέλης. Ο μεγάλος Κωστής Παλαμάς ήταν ακούραστος αναγνώ­στης, ευαίσθητος δέκτης, με­λετητής της Ελληνικής Λογο­τεχνίας και της Ιστορίας. Στο έργο του "κυκλοφορεί" όλο το Γένος με τη δόξα του, τις δυστυχίες του και τα ιδεώδη του, τα όνειρα του, τις συνήθειες του, τη γλώσσα του. Υπήρξε ο ποιητής της φυλής μας, ο βάρδος της Ρωμιοσύνης, που βροντοφώνησε στο "Έπος του Σαράντα":
"Αυτό το λόγο Θα σας πω/ δεν έχω άλλο κανένα/ Μεθύστε με τα’ αθάνατο/ κρασί του Εικοσιένα". Και όμως σα να ξεχνάμε τον ποιητή της Ρωμιοσύνης. Το σπίτι που τον βρήκε ο θάνα­τος πικραμένο, επί της οδού Περιάνδρου 5, στη Πλάκα, απέναντι από το μνημείο του Βύρωνος, είναι κατάκλειστο με τοίχους καίρια λαβωμένους από την εγκατάλειψη. Δεν α­κουμπά ούτε ένα βλέμμα υ­πευθύνου για τον πολιτισμό μας; Εκεί έμεινε τα τελευταία οχτώ χρόνια της ζωής του. Δεν είχε δικό του σπίτι και κά­που σαράντα χρόνια έμενε σε νοίκι στην οδό Ασκληπιού 3. όπου σήμερα στεγάζεται το ί­δρυμα Κ. Παλαμά. Στις 2 Ιου­λίου 1935 γράφει με πικρία στο φίλο του Γ. Κατσίμπαλη για τη μετακόμιση: "Αγαπητέ μου Κατσίμπαλη, βρίσκομαι ολομόναχος. Τα πράγματα μου και τα χαρτιά μου ταξιδεύουν με τη σειρά τους στο νέο σπίτι που δεν το ξέρω ακόμη".
Ας ενδιαφερθούν οι αρμόδιοι για να το σώσουν από την κα­ταστροφή, διαφορετικά ας α­φαιρέσουν τη εντοιχισμένη πι­νακίδα που μιλάει για τον ποι­ητή, Γιατί είναι μία σημαντική μνήμη της ιστορίας μας, Κι όμως ο βάρδος της Ρωμιο­σύνης στις δύσκολες στιγμές δεν μας απογοητεύει; "Και μη έχοντας πιο κάτω άλ­λο σκαλί/στου Κακού τη σκά­λα/ για τ' ανέβασμα ξανά που σε καλεί/θα αισθανθείς να σου φτερώσουν, ώ χαρά!/ τα φτε­ρά/ τα φτερό τα πρωτινά σου τα μεγάλα!»


Νίκος Ι. Κωστάρας

1821 Ο εθνικό-απελευθερωτικός Αγώνας του Γένους: Μνημόσυνο για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στη Ν. Κηφισ...

1821 Ο εθνικό-απελευθερωτικός Αγώνας του Γένους: Μνημόσυνο για τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στη Ν. Κηφισ...: (170 χρόνια από το θάνατό του)   Γράφει ο Βασίλειος Κων/ντή Σχίζας εκ Σέρβου Αρκαδίας ορμώμενος Ο ι Αρκάδες της Ν. Κηφισιάς τ...