Γράφει ο Αντώνιος Δρεμέτσικας
Με τις «θάλασσες» καλά τα πάω, Την πρώτη, την γνώρισα στο δημοτικό, όταν μαθαίναμε γεωγραφία. Ο δάσκαλος, μας υποχρέωνε και ζωγραφίζαμε στο τετράδιο, κάθε νομό που μαθαίναμε. Στο μέρος που βρέχονταν από θάλασσα, βάζαμε μπλε μελάνι με συνεχείς κυματοειδείς γραμμές! Το μελάνι το βγάζαμε από παπαρούνες!
Την δεύτερη, την γνώρισα «σπαρμένη»! Την έβλεπα την άνοιξη, σαν σχόλαγε το σχολειό και γύριζα με τα πόδια το απόγευμα από τις Ράχες, στο Τουμπίτσι.
Την αγνάντευα αμφιθεατρικά, στα απέναντι και ανατολικά του Λάδωνα χωράφια, (Σπάθαρι, Δόξας, Καλλιάνι) που ήσαν σπαρμένα απ’ άκρη σ’ άκρη στάρια.
Το θέαμα ήταν καταπληκτικό! Όταν φυσούσε τ’ ανάλαφρο απογευματινό αεράκι του νοτιά, στοίχιζε τα λεύτερα στάχυα, σ’ ατέλειωτες κυματοειδείς σειρές πάνω από της πλάσης τα γεννήματα. Καθώς τα φρέσκα άγονα λικνίζονταν ρυθμικά, έβγαζαν χορούς που ανέδυαν χρυσίζουσα ανταύγεια της αντηλιάς του ηλιοβασιλέματος!
Ήταν η θάλασσα της δουλειάς, των ναυτίλων της στεριάς. Αγνάντευα και δεν χόρταινα! Τέτοια θάναι η θάλασσα, που ζωγράφιζα στο νου και στα τετράδια και δεν είχα ακόμη δει! Τέτοιοι θα ήσαν οι κυματισμοί της, όμοιοι των σταχυών της σπαρμένης στεριάς. Σταγόνα - σταγόνα σχηματίστηκε η μια και σπυρί - σπυρί η άλλη! Δεν έβρισκα διαφορά!
Τσοπάνηδες αφέντες, καταμεσής των κοπαδιών στη μια και καπετάνιους βαρκάρηδες καταμεσής των κοπαδιών σαρδέλας, γόπας και άλλων ιχθυοειδών, στην άλλη!
Αρκαδιανή καημένη! Ποιος είδε θάλασσα σπαρμένη;
Εγώ την είδα, αλλά κανείς δεν με πιστεύει, έστω κι αν με καταλαβαίνει!
Σεβαστέ μου καπετάνιο, Φίλε Νίκο Κωστάρα!
Εγώ σε ο ί δ α και σε βλέπω. Σε πιστεύω και σε καταλαβαίνω. Σε θαυμάζω και σε συγχαίρω που επέλεξες να διαφεντέψεις σε Ωκεανούς θαλασσινούς και «στεριανούς»!
Γνώρισες Κόσμο και «κοσμάκη» κι αν δεν είχες γνωρίσει καλά τις ρίζες του τόπου σου, ίσως να μην είχες βρει τον δρόμο της επιστροφής. Θα είχες «φωλιάσει» κάπου και θα σε είχε κάνει άγνωστον η ησυχία! θα ήσουν κρυμμένος καπετάνιος, όπως πολλούς, γνωρίζεις!
Επέστρεψες και συνεχίζεις να αγωνίζεσαι, μήπως και σωθεί το «καράβι» της στεριάς, που εγκαταλελειμμένο το δέρνουν άγριες βουρδουλιές μιας ορατής βαρβαρότητας που καταποντίζει ηθική, γλώσσα, ανθρώπους, περιουσίες, χωριά, πόλεις, βουνά και κάστρα. Χάθηκε η σπαρμένη θάλασσα της δουλειάς, απ' τα χωριά! Έγινε θάλασσα ανεργίας, αεργίας και εικονικής ευμάρειας, που την έσπειρε το ψέμα, η κλοπή και κάθε μορφής ανηθικότητα. Έπνιξε τους δουλευταράδες και επιπλέουν οι φελλοί της τεμπελιάς και των βολεμένων. Άρχισαν με χάδια και χαϊδέματα και γίνανε βουρδουλιές απ’ το λουρί της «μάνας» που παριστάνουν! Μας δέρνουν για το καλό μας, για νουθεσία! Έτσι γινόμαστε και υπόχρεοι! Είναι οι στεριανές φουρτούνες: Δεν είναι ορμητικές να φαίνονται, ούτε αέρας τις σηκώνει. Είναι γαλήνιες, ύπουλες, με πονηριές γιομάτες. Πνίγουν την παλικαριά και την ανδρεία στα σκοτεινά τους βάθη, που δεν έχουν όριο, ηθική και αρετή.
Μοιάζουν σαν θάλασσα, αλλά δεν είναι θάλασσα . Είναι βούρκος όμοιος της ερημιάς που έρπει σε χωριά κι ανθρώπους. Είναι βδέλλα κομματική, συνδικαλιστική, πολιτική, που κολλάει στους αιρετούς κι άβουλους κι άτολμους τους κάνει!
Δεν είναι καπετάνιος, εκείνος που δεν μπορεί να αποφασίσει, όταν μαραίνονται τα νιάτα τα ελληνικά, όταν δεν μπορούν να βρουν δουλειά, ούτε να παντρευτούν, ούτε παιδιά να κάνουν.
Αυτή η θάλασσα θεριεύει ακυβέρνητη και κάνει ό,τι θέλει.
Εμείς την αφήσαμε, που δεν την χαμπαριάσαμε.
Ταξιδέψαμε μακριά από τον τόπο μας και της δώσαμε τράτο να ριζώσει στα χωριά μας, στην Γορτυνία, στην Αρκαδία και σ’ όλη την Ελλάδα.
Γίναμε όλοι ναυαγοί της, χωρίς κουπιά και κωπηλάτες.
Σε ευχαριστώ για το βιβλίο σου και την τιμητική, για μένα, αφιέρωση.
Είναι το αγκυροβόλιο σου!
Φτιαγμένο με τα χέρια σου και το μυαλό σου, με αρετή και γνώση, της ιστορίας του χωριού σου, της Ηραίας, της Γορτυνίας και της Αρκαδίας.
Ταξίδεψες και ταξιδεύεις, επειδή γνωρίζεις πως η αγάπη για την Πατρίδα, δεν θα σε άφηνε να χάσεις τον δρόμο της επιστροφής Μακάρι να ακούγανε οι αταξίδευτοι την εμπειρία σου.
Όμως δεν ξέρουν από θάλασσα εκτός από τις πισίνες και από πλαζ.
Είσαι πάντα επίκαιρος και αυτό σου δίνει νιότης δύναμη, κόντρα στον παγωμένο πόλο της ηλικίας σου.
Προσπάθησα να βρω «κάτι» να σου προσφέρω, ως μνεία των πολλών από τα πολλά περιεχόμενα, των πολλών δημοσιευμάτων σου, σε πολλά και έγκυρα περιοδικά και εφημερίδες και δεν τα κατάφερα!
Ήταν αδύνατον να επιλέξω και ταυτόχρονα απορρίψω «κάτι» δικό σου, για σένα! Εξάλλου, αν σου αρκούσαν τα «γεγενημένα», δεν θα σε κατείχε ανησυχία για τα «δέοντα γενέσθαι». Σου εύχομαι υγεία και δύναμη, αντοχή και κουράγιο, για όσο χρόνο επιλέξεις να ταξιδεύεις.
Είσαι χρήσιμος και το έργο σου χρησιμότερο! Αθήνα: 07.12.2011
Φιλικότατα,
Αντώνιος Δρεμέτσικας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου